-
1 φάτις
φάτις, εως, ion. ιος, ἡ, Sage, Rede, Gerücht, Od. 21, 323; φάτις μνηστήρων, das Gerücht von den Freiern, 23, 262; Pind. ἐχϑρὰ Φάλαριν κατέχει φάτις, P. 1, 96, u. öfter; wie Her., ἡ φάτις ἔχει μιν, die Sage geht von ihnen, 7, 3. 8, 94; κατὰ φάτιν 2, 102; auch ἔχει τινὰ φάτιν ἀνὴρ Ἑφέσιος 9, 84; vgl. Eur. Hel. 251; πολύστονος Aesch. Eum. 358; φάτιν φέρειν, ein Gerücht verbreiten, Ag. 9, wie Soph. El. 56 Ai. 813; νεάγγελτος Aesch. Ch. 725; φάτιν κλύειν Soph. Ai. 857, vgl. O. R. 715 Ai. 954; φάτις ἕρπεται Ant. 696, vgl. Ai. 173. 186; auch die Sprache selbst, Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν Aesch. Ag. 1227; vgl. φάτιν βαρεῖαν εἰπεῖν Soph. Phil. 1034; – Nachrede, Ruf, ἐσϑλή Od. 6, 29, ἀστῶν βαρεῖα Aesch. Ag. 444. – Vom Orakel, ἀπὸ ϑεσφάτων Aesch. Ag. 1103; Soph. O. R. auch ἀπ' οἰωνῶν φάτις, 310; Eur. Phoen. 23. – Pind. P. 3, 112 Νέστορα καὶ Σαρπηδόν', ἀνϑρώπων φάτις, die von den Menschen gerühmt werden; u. so bei Soph. Trach. 690, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον ἀξύμβλητον ἀνϑρώπῳ μαϑεῖν, die Sache selbst, von der gesprochen wird.
-
2 φάτις
A (lyr.), (lyr.): [var] contr. acc. pl.φάτῑς Pi.P.3.112
(s.v.l.): not found in any other cases: ([etym.] φηυί):—poet. Noun, used also by Hdt.,I voice from heaven (not in Hom.), oracle,φ. Διός S.OT 151
(lyr.), cf. 1440, E.Supp. 834 (lyr.);ἀπὸ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φ. βροτοῖς στέλλεται; A.Ag. 1132
(lyr.);ἀπ' οἰωνῶν S.OT 310
; (lyr.); of a dream, A.Pers. 227 (troch.); of the interpreter of dreams, ib. 521.2 voice or saying among men, common talk, rumour,αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Od.21.323
, cf. Sol.2.3; φ. ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή good report. Od.6.29; ;φ. βαρεῖα A.Ag. 456
(lyr.); ἐπίψογος ib. 611; (lyr.); φ. ἔτυμος, νημερτής, E.IA 794 (lyr.), Lyc.1051; μαψίδιος, ψευδής, E.Hel. 251 (lyr.), AP7.239 (Parmen.); in Doric Prose, PSI9.1091.5: c. gen. objecti, φ. μνηστήρων a report of the suitors, Od.23.362: but κατὰ τῶν ἱρέων τὴν φάτιν as the priests' story runs, Hdt.2.102;ὡς φ. ὅρμηται Id.7.189
;φ. κρατεῖ A.Supp. 294
;ὥσπερ ἡ φ. S.OT 715
;ὡς φ. ἀνδρῶν Id.Ant. 829
(lyr.); (lyr.): ἡ φ. μιν ἔχει the report goes of him.., Hdt.7.3, cf. 8.94;ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει φάτις Pi.P. 1.96
: reversely, in same sense,ἔχει τινὰ φάτιν ἀνὴρ Ἐφέσιος Hdt.9.84
, cf. E.Hel.l. c.: φάτιν ἀγγέλλειν, φέρειν, Batr. 138, A.Ag.9, etc.; (lyr.); καταβαλεῖν φ. ὡς .. Hdt.1.122;κλύειν φάτιν S.Aj. 850
; φ. ἐπέρχεται, ἦλθέ τινι, Id.Ant. 700, E.Hipp. 130 (lyr.); ἐς τοὺς δήμους φ. ἀπίκετο ὡς .. Hdt.1.60; ἐνθεῦτεν φ. κεχώρηκε ib. 122;ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φ.; A.Ag. 276
; proverb,φ. αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ Heraclit.34
(cf. Trag.Adesp.517).3 subject of a saying or report, Νέστορα καὶ Σαρπαδόν', ἀνθρώπων φάτις themes of many a tale, Pi.P.3.112 (s. v. l.); δέρκομαι φάτιν ἄφραστον a thing unspeakable, S.Tr. 693. -
3 κατ-έχω
κατ-έχω (s. ἔχω), 1) anhalten, festhalten, aufhalten, zurückhalten; εἴ με βίῃ ἀέκοντα καϑέξει Il. 15, 186; μή μ' ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Od. 15, 200; ὁ μὲν ἔνϑα κατέσχετ' ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο 3, 284; ἐν κουλεῷ ξίφος κατασχοῖσα Pind. N. 10, 6; παῖς δ' ἐμὸς κατεῖχε κἀπράϋνε τὰς στάσιν τευχούσας Aesch. Pers. 186; δάκρυ μὴ κατασχεῖν, die Thränen nicht zurückhalten, Ag. 202, vgl. 227, wie Plat. Phaed. 117 d, wo er auch κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν sagt; so ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν τῷ ἐρωμένῳ Phaedr. 254 a, öfter; γέλωτα, das Lachen zurückhalten, Lach. 184 a, wie Xen. Cyr. 2, 2, 1; μηνίσασα Λητῴα κόρη κατεῖχ' Ἀχαιούς Soph. El. 561; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπερβασία κατάσχοι Ant. 601; κατάσχες ὀργήν El. 999; καϑέξω ϑυμόν O. C. 878; φονίου ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες Eur. Bacch. 555, vgl. Or. 1149; in Prosa, Her. 6, 129, Thuc. 1, 91; κατέχειν τὴν διάνοιαν, d. i. verbergen, 1, 130; τὴν ἀναγωγήν, aufschieben, 6, 29; μόγις ἑαυτὸν κατέχων, indem er sich selbst kaum hielt, Plat. Charm. 162 c, wofür Hdn. 1, 15, 1 κατέχειν ἑαυτοῦ sagt; μὴ κατασχόντες αὑτῶν, sie konnten sich vor Freude nicht halten, 1, 7, 15; κατ. τῆς ὀργῆς Philem. Stob. fl. 20, 4; τὴν ἐπῳδὴν τοῖς ἄλλοις ἀνϑρώποις αἱ Σειρῆνες ἐπᾴδουσαι κατεῖχον, ὥςτε μὴ ἀπιέναι ἀπ' αὐτῶν τοὺς ἐπᾳσϑέντας Xen. Mem. 2, 6, 11. – Dah. im med. u. pass. sich aufhalten, verweilen, zögern; πλεῖστον ἐν Λυδοῖς χρόνον κατείχετο Soph. Tr. 248; Her. 8, 117; περὶ Κρήτην κατείχοντο Thuc. 2, 86, vgl. 3, 94. – 2) inne haben, halten, einnehmen; οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16, 79; νὺξ κάτεχ' οὐρανόν, Nacht hatte den Himmel inne, bedeckte ihn, Od. 13, 269; pass., οὐρανὸς νεφέεσσι κατείχετο 9, 145; med., γρηϋς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόςωπα, sie hielt sich, bedeckte ihr Gesicht mit den Händen, 19, 361; βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ, nachdem sie sich mit dem Gewande verhüllt hatte, Il. 3, 419. – Bei Hom. τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα Iliad. 3, 243, die Erde hielt sie, bedeckte sie, von den Gestorbenen; πρὶν καί τινα γαῖα καϑέξει, eher soll noch manchen die Erde bedecken, 16, 629 Od. 13, 427. 15, 31; umgekehrt, ϑήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσιν, Aesch. Ag. 442, τάφον εὐρώεντα καϑέξει Soph. Ai. 1146; κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν νέκυν Ant. 405. – Pind. φάτις τινὰ κατέχει, der Ruf hat ihn inne, P. 1, 96, φῆμαι Ol. 7, 10, λάϑα P. 8, 24; τόπον κατέχειν Plat. Tim. 63 d, τὴν ἕδραν Parm. 148 e; ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Phil. 45 e. – In Besitz nehmen, einnehmen, behaupten, λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε Aesch. Pers. 389; οἰμωγὴ δ' ὁμοῦ κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, Wehklage erfüllte das Meer, 419; κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν Soph. Ant. 605; πόϑεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον κατέσχον 499; βιοτ άν, leben, Phil. 685; δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ' ἡμᾶς ϑέλεις Eur. Androm. 156; μέλλων τὴν ἀκρόπολιν κατασχήσειν Her. 5, 72; ἵνα κατάσχῃ τὰ ἐν Σάμῳ πρήγματα 3, 143; τόπον, ἀρχὴν κατασχεῖν, Plat. Rep. II, 360 b VIII, 560 c; λαμβάνειν ὧν ἂν ἐπιϑυμῶσι καὶ σώζειν ἅπερ ἂν ἅπαξ κατάσχωσιν Isocr. 12, 242; erhalten, behaupten, τὴν ἀρχήν Xen. Cyr. 7, 5, 76; καϑέξειν τὰ πράγματα Dem. 2, 9; Pol. 1, 18, 9 u. Sp. auch c. gen., τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D. Sic. 12, 82; Pol. 14, 1, 9 u. öfter App. – Von den Schutzgöttern eines Landes, die das Land im Besitz haben, Ar. Nubb. 593 Xen. Cyr. 2, 1, 1; Ath. VII, 283 b. – Vom Unglück, von üblen Zuständen u. dgl., φϑορὰν οἵα κατέσχε τὸν σὸν ἄϑλιον δόμον Soph. O. C. 371, μεγάλοι ϑόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυςκλείᾳ, üble Gerüchte herrschen von uns, Ai. 142, κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυςφημίαις, er beherrschte, erfüllte das Lager mit Unglückstönen, Phil. 10; ἐμὲ δὲ δαιμονία τις τύχη κατέχει Plat. Hipp. mai. 304 c; ἐπειδὴ κίνδυνος κατέχει Σικελίαν Ep. VIII, 355 c; von der Pest, Hdn. 1, 12, 1; ταραχὴ καὶ πένϑος πάντας κατεῖχε 2, 6, 1; pass., ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατέχεσϑαι Plat. Legg. IX, 858 a. – Aber κατέχειν τὸ ϑέατρον ist = das Theater, die Zuschauer fesseln, für sich gewinnen, τοιαῦτα κατέχει τὸν δῆμον = solche Stimmung beherrscht das Volk. – Uebertr. auf das Geistige, begreifen, verstehen, οὐ σφόδρα κατέχω, τί βούλει φράζειν Plat. Phil. 26 c; Men. 72 d; – κατέχεσϑαι ἔκ τινος, von Einem begeistert werden, Plat. Ion 536 b u. öfter in diesem Gespräch, κατεχόμενος καὶ μαινόμενος 536 d, καὶ ἔνϑεος 533 e; καὶ ἐπίπνους Men. 99 d; so auch aor. med. in passiv. Bdtg, τῷ ὀρϑῶς μανέντι καὶ κατασχομένῳ Phaedr. 244 e, womit man vgl. Eur. Hipp. 27 καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ u. Hel. 42. – 3) intrans.; – a) wie ναῦν κατίσχειν gesagt wird, bes. von Schiffenden, anlanden, anlegen, so daß man ναῦν ergänzen kann, τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε Soph. Phil. 221, vgl. 270; Eur. Heracl. 84; ποδαπὸς δ' ὅδ' ἁνὴρ καὶ πόϑεν κατέσχε γῆν durch κατῆλϑε erkl., Hel. 1222; ἐπετήρουν τοὺς Ἀϑηναίους οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἠναγκάσϑημεν κατασχεῖν εἰς τὸ χωρίον Antiph. 5, 21; κατέσχε τῆς χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Her. 7, 188, oft; Sp., wie Pol., der auch vom Landmarsch sagt κατασχὼν εἰς Γαλααδῖτιν, 5, 71, 2. – b) gut von Statten gehen, εἰ μὴ τόδε φάσμα νυκτὸς εὖ κατασχήσει, gut eintreffen, Soph. El. 493. – c) bestehen, obwaten; ὁ λόγος κατέχει, die Sage besteht, hat sich behauptet, Thuc. 1, 10; öfter bei Arr. An.; κλῃδών Andoc. 1, 130; τὰ κατέχοντα πρήγματα, die obwaltenden Umstände, Her. 6, 40. – Auch = überwiegen, mehr gelten, die Oberhand haben, Theogn. 262. – Anhalten, wie Winde, Ar. Pax 944; auch εἶπεν οὖν μὴ κατασχών, Plut. Artax. 15. – 4) das med. ist schon zum Theil angeführt; – für sich zurückhalten, τὰ χρήματα, unterschlagen, Her. 7, 164; – in sich begreifen, Pol. 9, 21, 7.
-
4 κατέχω
κατ-έχω, (1) anhalten, festhalten, aufhalten, zurückhalten; δάκρυ μὴ κατασχεῖν, die Tränen nicht zurückhalten; γέλωτα, das Lachen zurückhalten; κατέχειν τὴν διάνοιαν, verbergen; τὴν ἀναγωγήν, aufschieben; μόγις ἑαυτὸν κατέχων, indem er sich selbst kaum hielt; μὴ κατασχόντες αὑτῶν, sie konnten sich vor Freude nicht halten; pass. sich aufhalten, verweilen, zögern. (2) inne haben, halten, einnehmen; νὺξ κάτεχ' οὐρανόν, Nacht hatte den Himmel inne, bedeckte ihn; γρηϋς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόςωπα, sie hielt sich, bedeckte ihr Gesicht mit den Händen; βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ, nachdem sie sich mit dem Gewande verhüllt hatte; τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα, die Erde hielt sie, bedeckte sie (von den Gestorbenen); πρὶν καί τινα γαῖα καϑέξει, eher soll noch manchen die Erde bedecken; φάτις τινὰ κατέχει, der Ruf hat ihn inne. In Besitz nehmen, einnehmen, behaupten; οἰμωγὴ δ' ὁμοῦ κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, Wehklage erfüllte das Meer; βιοτάν, leben; erhalten, behaupten. Von den Schutzgöttern eines Landes, die das Land im Besitz haben. Vom Unglück, von üblen Zuständen; μεγάλοι ϑόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυςκλείᾳ, üble Gerüchte herrschen von uns; κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυςφημίαις, er beherrschte, erfüllte das Lager mit Unglückstönen. Aber κατέχειν τὸ ϑέατρον ist = das Theater, die Zuschauer fesseln, für sich gewinnen, τοιαῦτα κατέχει τὸν δῆμον = solche Stimmung beherrscht das Volk. Übertr. auf das Geistige, begreifen, verstehen; κατέχεσϑαι ἔκ τινος, von einem begeistert werden. (3) intrans.; (a) wie ναῦν κατίσχειν gesagt wird, bes. von Schiffenden: anlanden, anlegen; (b) gut von Statten gehen, εἰ μὴ τόδε φάσμα νυκτὸς εὖ κατασχήσει, gut eintreffen. (c) bestehen, obwalten; ὁ λόγος κατέχει, die Sage besteht, hat sich behauptet; τὰ κατέχοντα πρήγματα, die obwaltenden Umstände. Auch = überwiegen, mehr gelten, die Oberhand haben. Anhalten, wie Winde. (4) für sich zurückhalten; in sich begreifen -
5 τις
1 anyone, anythinga εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν (τι supp. byz., om. codd.: κε Turyn.: λελαθέμεν Mommsen) O. 1.64 τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι; O. 1.82 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71
ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32
μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ N. 7.68
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110.b c. neg.σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν O. 12.7
πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185
μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.c c. gen.ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52
add. neg., O. 12.7, P. 1.49, P. 3.103, fr. 109.2 someone, somethingaτὰ δ' ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες O. 10.22
ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (codd.: ποίνιμος coni. Spiegel) P. 2.17 [ τινες ἑλκόμενοι (coni. Sheppard: τινος codd.) P. 2.90]ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.31
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66
ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6
μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (may refer to a particular person or generally to absentees, Lobel) Πα. 1. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. c. impv.,μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.20
ἐγκιρνάτω τίς μιν N. 9.50
μαρνάσθω τις I. 5.54
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1
cf. fr. 109, I. 8.66, Pae. 1.2b c. gen.ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῳν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (v. Radt, Mnem., 1966, 169) N. 1.64ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις fr. 140b. 4.3a εἴ τις, cf. B. c, C. a.εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56
ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23
πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται O. 7.1
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δέ τις ἤδη λέγει P. 2.58
“μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” P. 4.164εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν P. 4.263
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται P. 8.73
εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις P. 9.93
εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ὕβριν ἀπέφυγεν ( εἴ τις codd.: τίς Homan) P. 11.55εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67
εἴ τις ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει I. 7.43
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις, ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31
c. gen.,λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.86
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῳν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
bὁπόταν τις τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8
4aπᾶς τις γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
b τις, many a oneἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
c. gen.,καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51
[cf. N. 1.64] ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δὲ πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά, τέρπεται δὲ καί τις ἐπ οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων (bis) fr. 221.c a man i. e. men “ ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται” P. 4.92d eachσὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω φάος fr. 109. 1. τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (Mingarelli: ἄν τις τύχῃ codd.) N. 4.91—2. B adj.,a a, anyὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ αὐτὸν ἀνάγῃ P. 5.2
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.68
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
add. neg.,πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.104
πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν N. 6.25
ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*b some, some sort ofΜοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37
αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45
εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν O. 7.62
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
ἔστιν δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77
σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25
στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ( τινες coni. Sheppard) P. 2.90 “ μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν P. 4.247
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (= ἀγλαίας τι, Radt) N. 1.13ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (cf. C. b.) I. 2.24ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10
ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ ( δείματι e. g. supp. Wil.) Πα.. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 1.εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
[ τις = quidam, cannot be shown to be a valid meaning in Pindar: it is a possibility in the following places, O. 6.82, O. 7.45, O. 9.25, P. 2.90, P. 4.247, N. 9.6, fr. 203. 1, v. supra.]cεἴ τις εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
“Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” P. 4.145εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ατληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5.εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
c. gen., κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4, cf. C. a. C adv., τιa c. εἰ, εἴπερ, in any wayεἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18
“φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
b c. που, somehow or otherκαί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.87, cf. I. 2.24c qualifying vb., somehowἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι to some degree P. 7.18 [ τί οἱ (codd. contra metr.: τῷ Mingarelli.) N. 10.15] D fragg. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13. b. 13. ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1. τί κέ τις εσχ[ Δ. 4. b. 11. ]και τι πατ[ Θρ. 5. b. 5. ἦν γὰρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43). -
6 κατέχω
κατέχω, [tense] fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: [tense] aor. κατέσχον, poet.Aκατέσχεθον Hes.Th. 575
, S.El. 754; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κάσχεθε Il.11.702
, [dialect] Aeol. κατέσκ [ εθε] Alc.Supp. la.12; imper. (lyr.), laterκατάσχε Philostr.Ep.38
(v.l.), PMag.Lond.97.404; late [tense] aor.κατέσχα PGen. 54.22
(iv A.D.).I trans., hold fast,καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575
.b hold back, withhold,εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186
, cf. 11.702, Od.15.200;ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6
: check, restrain, bridle,ἑωυτόν Hdt.6.129
, cf.Pl.Chrm. 162c, Men.Sam. 112; [ γυναῖκε] A.Pers. 190;ἱππικὸν δρόμον S.El. 754
; (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El. 1011, OC 874, E.Ba. 555 (lyr.), etc.; (lyr.);τὴν διάνοιαν Th.1.130
; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62;κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103
; , al.;τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, Pl.La. 184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from.., Pl.Phdr. 254a:—[voice] Pass., to be held down,γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50
;ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c
; to be bound,ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29
;ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17
(ii A.D.);τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13
(iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.c detain,κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128
, cf. 8.57, Th.8.100;κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11
:—[voice] Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr. 249;περὶ Κρήτην Th.2.86
, etc.d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077;Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109
.e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.2 c.gen., gain possession of, be master of,τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat. 9a6
;τῆς ὀργῆς Philem.185
codd. Stob.;τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82
, cf. Plb.14.1.9;τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9
; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1
, cf. 1.7.3; cling to,τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51
.II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 ([voice] Pass., iii B.C.), etc.);ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10
.b dwell in, occupy,Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant. 609
(lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu. 603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς.. κατέχουσι occupy, A.Ag. 454 (lyr.), cf. S.Aj. 1167 (anap.).2 of sound, fill,οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79
; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10;οἰμωγὴ.. κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
, cf. E.Hipp. 1133 (lyr.):—[voice] Pass.,οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111
.3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life.., S.Ph. 690 (lyr.).4 to be spread over, cover,νὺξ.. δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269
;ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers. 387
, cf. Ar.Nu. 572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138;ὀσμὴ.. κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9
:—[voice] Pass.,σελήνη.. κατείχετο.. νεφέεσσιν Od.9.145
, cf. Il.17.368, 644:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor.,κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361
; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.5 of the grave, confine, cover, , cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power,μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497
; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987;ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96
;τινὰ.. λάθα κ. Id.N.8.24
; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC 370
; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma. 304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib. 355d;συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1
:—[voice] Pass.,ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg. 858a
: rarely in good sense,ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
;μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av. 1726
(lyr.);εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1
.b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, , cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj. 142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72;τὰ πρήγματα Id.3.143
;τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27
;τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96
;φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d
.9 master, understand,οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb. 26c
, cf. Men. 72d, Ceb.34;περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17
, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of.., Puchstein Epigr.Gr.p.9.b keep in mind, remember,χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U.
, cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit. 109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—[voice] Pass., Epicur.Ep.1p.31U.10 possess, of a god,εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12
; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets,μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39
(v.l. κατηχοῦσι):—mostly in [voice] Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl. Ion 533e; ἐξ Ὁμήρου ib. 536b;ἐκ θεῶν X. Smp.1.10
;κάρῳ Phld.D.1.18
; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι)κατέσχημαι Luc. DMort.19.1
:—also in [tense] aor. [voice] Med., Pl.Phdr. 244e.B intr.,1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT 782;οὐκέτι καθέξω Men.Pk. 394
;εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15
;οὐ κατέσχεν App.BC3.43
: c. inf.,κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd. 117c
.2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV),νηΐ Θορικόνδε h.Cer. 126
;τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188
, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε.. κατέσχετε; S.Ph. 221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel. 1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id. Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El. 503 (lyr.).3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10;κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130
;σεισμῶν -εχόντων Th.3.89
;ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete. 345a1
, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.4 gain the upper hand,παρά τινι Thgn.262
; gain one's purpose, Lys.3.42;ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec. 434
;νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol. 1307b10
.C [voice] Med., keep back for oneself, embezzle, [ τὰ χρήματα] Hdt.7.164.3 hold, contain, Plb.9.26a.7.II [tense] aor. [voice] Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10. -
7 ἐχθρός
1 adj.a act., hostileτις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.59
στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance: cf.φίλον P. 3.5
) O. 7.90b pass., hated, hatefulἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) N. 1.65ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.2 subs., foe, adversaryποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий